- τυμπανίτιδα
- η, Ν1. ιατρ. α) ο τυμπανισμόςβ) φλεγμονή τού τύμπανου τού αφτιού2. (κτην.) ανάπτυξη αερίων μέσα στη μεγάλη κοιλία τού στομάχου τών βοειδών και τών προβάτων, οφειλόμενη σε γαστρική δυσπεψία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tympanitis (< τύμπανο + κατάλ. -ίτιδα)].
Dictionary of Greek. 2013.